Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ


*Αγιάνης - Αγιάνογλου -Η ορθή γραφή του ειναι με ενα Ν γιατί δεν προέρχεται απο το Ιωάννης=Γιάννης. Βεβαια και το Γιαννης γιατι να γράφεται με 2 Ν;
Κανεις δεν ξερει αλλά ετσι συνηθίσαμε. Το Αγιανης προέρχεται απο το τουρκικο âyan σημαίνει: υψηλά πρόσωπα, προεστώτες, κοτζαμπάσηδες. Επίσης âyanina σημαίνει "στους προεστους" , στο μερος με τους προεστούς.
Απο αυτή τη λέξη πήραν τ' (α)Γιάνινα (και οχι Ιωάννινα) το ονομά τους αφου ήταν κεφαλοχώρι και εκει συγκεντρώνωνταν οι προεστοί.

Αλογοσκούφης

Οι ενδυματολογικές προτιμήσεις των άλογων δεν περιλαμβάνουν σκούφους. Δεν πρόκειται ούτε για άλογο" (ίππος) ούτε για σκούφο (κάλυμμα της κεφαλής) . Έτσι επονομάζεται κάποιος που είναι άλογος (παράλογος, χωρίς λογική [Σταμ 68]) και κούφος (κενός, άδειος, χωρίς περιεχόμενο [ Σταμ 546]. Τα συμπεράσματα για την πορεία της οικονομίας δικά σας.

Μια πιο συνηθισμένη μορφή με αντιμετάθεση των συστατικών της λέξης είναι το "κουφάλογο" με την ίδια ακριβώς σημασία και που παρετυμολογείται από το κουφός (κωφός) αντί του ορθού (κούφος).

Η σύγχυση του επιθέτου "άλογος" με το ουσιαστικό "άλογο = ίππος" αποδεικνύεται πανηγυρικά με την παρερμηνεία της έκφρασης "πράσσειν (πράττειν) άλογα" που γράφεται (και εννοείται) σήμερα "πράσιν'(α) άλογα".



*Αλτιπαρμάκης Το Αλτιπαρμάκης προέρχεται απο το τουρκικο alti(εξι)+parmak(δάκτυλο) σημαίνει: εξαδάκτυλος. Φυσική δυσμορφία που όμως ειχε μεγάλη αξία αφού υπήρχε προφητεία ότι ενας εξαδαχτύλος θα πάρει πίσω την Κωνσταντίνου Πόλη.

Αναγνώστου-Αναγνώστης:
Κατώτερος Κληρικός, καθιερωμένος στο λειτούργημα αυτό με χειροθεσία Επισκόπου. Είναι επιφορτισμένος με την ανάγνωση των διαφόρων αναγνωσμάτων (χύμα ή εμμελώς) της Λατρείας μας. [Ημεροβ] . Αναγνωστάκης, Αναγνωστοπουλος, Αναγνωστιδης



Βαρ- Μπα- Οι αρχαιοι το β το προφεραν ως Μπ (βλ. Μπάμπαλης παρακάτω). Οι Νεολέλληνες βρηκαν το πατρογονικο Μπ ως κακοηχο και βάρβαρο τουλαχιστο στα Επωνυμά τους. Αρχαιοκαταγόμενοι ή οχι το αλλαξαν σε β. Ετσι ο Μπαρμπαγιάννης εγινε Βαρβαγιάννης, ο Mπαρμπέρης εγινε Βαρβέρης, ο Μπεγλέρης έγινε Βεγλερής και υπουργός. Η εκδικηση των αρχαιων ειναι οτι και τον Βαρβαγιάνη θα τον πράφεραν "Μπαρμπαγιαννη". Δεν γλιτώνεις εύκολα απο δαύτους, καλά που πέθαναν όλοι.

Βατμανίδης
Από το [ Τουρκ.34] batman = μέτρο βάρους που κυμαίνεται από 2 ως 8 οκάδες 1 οκά = 400 δράμια . 1 klg = 312,5 Δράμια. [Επων. 52]

Γαίτης
Από την Ιταλική πόλη GAETA.
Η Gaeta ήταν αρχαία Ιωνική αποικία των Σαμίων. Ο Στράβωνας εθεώρησε οτι το όνομα προήλθε από το ελληνικο ΚΑΙΕΤΟΣ , το οποίο σημαίνει "σπηλιά", σχισμη εδαφους, χαραδρα (απο εδω και ο καιάδας της Σπάρτης). Πιθανώς αναφερόμενος σε γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Ο Όμηρος μιλάει [Οδυσ.Δ1] για την "καιατόεσσαν Λακεδαίμονα".

Παρεμφερή επώνυμα: Γαητας, Δεγαητας απαντούν συχνά στα Επτάνησα.

Γκιόκας
Από το [Τουρκ.122] gök=Ουρανος, Γαλάζιος

Γκορτζής
Από το [Τουρκ 128] Gurcu=Γεωργιανός (από τη Γεωργία) και Κουρτζής.

Δαμανάκης
Από το [επών66] τουρκικό dâman=ποδογυρος

Δευτεραίος
Είναι πατριαρχικό Οφίκιο.

Ζορμπάς
Από το [Τουρκ 415] zorba=βίαιαος, επαναστάτης, αντάρτης και Ζορμπάνος <Ζόρι [Τουρκ. 415] zor=βια, δυσκολία, καταναγκασμός]

Καβάφης
Ο πωλητής ετοίμων υποδημάτων [Τουρκ. 189]

Καζδαγλής
Kaz=Χήνα, Ανόητος [Tουρκ.193]
Dag=Βουνό [Τουρκ.71]
Li=επίθεμα δηλωτικό της προέλευσης [τουρκ]

Αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βουνό με τις Χήνες ή το βουνό που μοιάζει με χήνα [πιθανά τούρκικο τοπωνύμιο].

Το αρχικό ήταν Καζνταγκλής που εξελληνίσθηκε πρβλ. Δαγκλής αντί Ναγκλής = ορεσίβιος, Βαρβέρης αντί Μπαρμπέρης κλπ.

Καντζέλας
Kazel = [Τουρκ] Το φύλλο που μένει στο δέντρο [kazel mevsimi = φθινόπωρο].Ο φθινοπωρινός [μελαγχολικός ή και ο μοναχικός].
αλλά ίσως και απο το καντζα<αντζα<αρχ. κανθός < καμπτω απο οπου και το ιταλ. gammba. = γάμπα που σημαινει καμπή. Ισως λοιπον ο Καντζάς ηταν ο εχων παχιες γαμπες (πρβλ. Παλαμάς, Κεφάλας) το παιδι = Καντζέλι> Καντζέλης> Καντζέλας. [Γιανουλ]

Καράς
Μαύρος (τουρκ) - Μελαμψός. Πιθανόν να πάσχει από την νόσο του Addison ή να είναι μελαχρινός. (πρβλ. καρά-πιπέρι, καρά-τζιερι).
Όμως το "Μαύρος" έχει και την έννοια του τάλας= δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς. πρβλ. το πελοπονησιακό "ωχ τι επαθα ο μαύρος".

Το kara στα τούρκικα έχει την έννοια και του δυσοίωνος (καρά-χαμπέρι) (Καραγάτσης = Δυσφημισμένος) . Το "καρά-" απαντά ως πρόθεμα σε πολλά επώνυμα πχ. (Καρατσαλος, Καραπιπέρης, Καραγκιόζης(Μαυρομάτης, göz=μάτι)αλλα και εξελληνισμένα οπως Μαυρομιχάλης.,Γιαννουλ

Κεφαλάς
Αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι (πιθανόν υδροκέφαλος)

Κονοφάγος ή Κονοφάος
Από τα κατάλοιπα των εινομομαχιών του Βυζαντίου (Ει)κονοφά(γ)ος. υπήρχαν εικονολάτρες που πίστευαν ότι ακόμα και το ξύσμα από το χρώμα της εικόνας μπορεί να έχει θεραπευτικές ικανότητες. Η απώλεια του γ στα εις -φαγος απανταται στα κρητικα ιδιωματα π.χ. και με συναιρεση του -αος σε -ας : Τουρκοφάς, Γυψοφάς (δηλ. Τουρκοφάγος, Γυψοφάγος βλ. Ν.Καζαντζάκη ο "Καπετάν Μιχάλης" & "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται")

Κοτσικόνας
Άλλο ένα από τα κατάλοιπα των εικονομομαχιών του Βυζαντίου. Κ(λ)ωτσ(ε)ικόνας. Με την πάροδο του χρόνου πολλές ετυμολογικές ορθογραφίες καταργούνται γιατί έχει ξεχαστεί το φαινόμενο ή το γεγονός, που τις δημιούργησε ή γιατί θεωρείται δυσφημιστικό ή προσβλητικό.

Κούζος
Στο μικρασιατικό ιδιωμα της Ιννεπόλεως υπάρχει το ρήμα "κούζω" προέρχεται απο αρχαίο ρήμα κοϊζω, υποχωρητκα απο τον αόριστο έκουξα < εκούιξα.
Το κοϊζω σημαίνει:
Γρυλλίζω (επι χοίρων),
Καλώ (επι αλεκτόρων) Κούζ' ο πετεινον ,
Καλώ προσκαλώ.καλώ κάποιον με το όνομά του (Πως να κούζω σε;)

Ο Κούζων (μετοχή) > Κούζος (ουσιαστικό) θα ηταν πιθανον ο κλητηρας, ο κήρυκας

Λεμπιδάκης
Από το Λε(μ)πίδα [Ξανθ]=λεπίδα μαχαιριού. Ενδεχομένως ο κατασκευαστής λεπίδων να λεγόταν λε(μ)πιδάς. Το Ρωμαϊκό "Λέπιδος" είναι μάλλον απίθανο να επέζησε την Κρήτη.

Λάγιας
Ο ήρεμος, ο ήπιος < αρχ. ρήμα λαγγιαζω = υποχωρω, μαζεύομαι. (πρβλ. καταλαγιάζω) [Ξανθ. 247]

Μητσο... Η ρίζα από το αρχ. Δωρικό Μικκός = Μικρός. Ως πρώτο συνθετικό Μικκός στην Κρήτη (προφ. μικιός) και με τον Κρητικό τσιτακισμό Μιτσιός και με ξέπεσμα του ιώτα Μιτσός. Εχουμε τον κ. Κων. Μητσ... () επιτιμο προεδρο της ΝΔ και ακατονόμαστον , τον κ. Αχ. Μητσό, τον κ. Πετ. Μήκο. Ολοι θα έπρεπε να γράφονται με ιώτα και δύο κάπα. Φυσικά το "μικρός" δεν αναφερονταν πάντα στο ανάστημα (Μικρός ο Ακατονόμαστος! Αν είναι δυνατόν). Πιθανόν να λειτουργουσε ως διακριτικό συνωνύμων εξαδέλφων στις πολυπληθείς οικογένειες.

*Μπάμπαλης Μια μικρή Εισαγωγη: Τα γράμματα β, δ, γ στην αρχαία γλώσσα δεν συμβολίζουν άηχα τριβόμενα σύμφωνα, όπως στη νέα ελληνική, αλλά ηχηρά κλειστά (όπως τα αγγλικά baby, dear, get αντίστοιχα), γι' αυτό και το περίφημο παράδειγμα βή, βή που αναφέρεται στο βέλασμα των προβάτων στα αρχαία κείμενα θα προφερόταν [bε: bε:]: τα πρόβατα εμφανίζουν «σταθερότητα εκφοράς», δηλαδή μπέε-μπέε ακουγόταν και τότε όπως και τώρα. Ας σημειωθεί επίσης ότι η λέξη βάρβαρος μεταφέρθηκε στα λατινικά ως barbarus και όχι ως varvarus, ο δράκων ως draco και η γραμματική ως grammatica. H μετατροπή αυτών των κλειστών συμφώνων [b d g] σε τριβόμενα συντελέστηκε κατά τους πρώτους μ.Χ. χρόνους. Τότε οι 'Ελληνες πρόφεραν έτσι. Η Βάβω προφέρονταν Μπαμπω και εξ ης και η Μπαμπόγρια. Απο το αρχαιο ρ. βαβίζω = ομιλώ ασφώς, βγάζω αναθρες φωνες, εχουμε το μπαμπιζω που το πηραν οι Εγγλέζοι και το έκαναν baby.

Βλ. Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας Η προφορά της αρχαίας Ελληνικής Ελένη Αντωνοπούλου (2007)

Ο βαβαλίζων < Αρχ. ρ. βαμβαλιζω = τραυλίζω,ψελλιζω, κτυπώ, συγκρουω τους οδοντας, τρεμω. [196,37] προφεροντα μπαμπαλίζων και ουσιαστικοποιηθηκε σε μπαμπαληζ(ωΝ> μπαμπαλής > με αναβιβασμο του τονου Μπάμπαλης= ο γεροπαραλυμένος και τρεμων (απο την Νοσο του Παρκισον). Αφου σημαίνει και κτυπω δικαίως κτείχε τον τιτλο ο βασανιστής της Χούντας Μπάμπαλης.

Μιτσιάλης Το ορθόν είναι Μιτσιαλής = Μικροκαμωμμένος [βλ. λκρητ 314 μιτσιαλός, θηλ. μητσιαλή]. Το επώνυμο ειναι μητρωνυμικό. Λέγαν δηλαδή "Ο Γιάννης της μιτσιαλής" , και εννοούσαν "ο Γιαννης ο γιος της μικρόσωμης".

*Μουτάφης Από το Τουρκικο [Τουρκ 250] mutaf που σημαίνει πράγματα κατασκευασμένα απο γιδόμαλλο και τον κατασκευαστή τους. Οι μουταφτσήδες (= υφαντές σκεπασμάτων, σχοινιών από γιδόμαλλο) της Κοζάνης γιόρταζαν κάθε χρόνο, στις 16 Ιανουαρίου, την γιορτή της Προσκύνησης της αλυσίδας του Αποστόλου Πέτρου, συνδυάζοντας τα σχοινιά των φορτωμάτων που κατασκευάζουν προς τα τα δεσμά με τα οποία είχον δεμένο τον Απόστολο Πέτρο.

Οικονόμος

Φροντιστής του Οίκου [του Θεού] Ιερέας επιφορτισμένος με την φροντίδα του Ναού. Απαντάει συχνότατα με πολλές παραλλαγές όπως Οικονομόπουλος, Οικονομίδης .



Παλαμάς

Αυτός που έχει μεγάλες παλάμες (Πάσχει πιθανώς από ακρομεγαλία)



*Ραγκαβής - Ραγκαβές Πιθανον από το παλαιοσλαβικό rqkavu = χεροδύναμος

Διάσημοι Ραγκαβήδες

Θεοφύλακτος ο του Ραγκαβέ, Δρουγγάριος της Δωδεκανήσου

Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές, Αυτοκράτορας Βυζαντίου

Παύλος Ραγκαβής, ιδρυτής της μονής Ξηροποτάμου

Ανδρόνικος Ραγκαβής, μέγας ρήρορας και χαρτοφύλακας του Πατριαρχείου

Μανουήλ Ραγκαβής, μέγας μπάνος της Βλαχίας και γιός του προηγούμενου

Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, Φιλικός, ποστέλνικος της Βλαχίας, συγγραφέας και αρχαιολόγος

Γεώργιος Ραγκαβής, λογοτέχνης και γιός του προηγούμενου

Ιάκωβος Ραγκαβής, ιστορικός και αρχαιολόγος

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ποιητής, πανεπιστημιακός, συγγραφέας και πολιτικός

Κλέων Ρίζος Ραγκαβής, λόγιος, διπλωμάτης και γιός του προηγούμενου

Ευγένιος Ρίζος Ραγκαβής, στρατιωτικός, γενεανολόγος και οικοσημολόγος



Σαρρής

Κίτρινος (πάσχων από ηπατίτιδα) η Ξανθός - απαντάται συχνά σαν πρόθεμα (Σαρη-γιαννης,Σαρη-μανωλης) άλλα και ως υποκοριστικό Σαριδάκης



Σερέπετσης

Από το τουρκικό σαραπτσής (Sarap=οινος ,Sarapci= οινοποιός). Είναι φανερό ότι το προσωνύμιο δίνονταν σε Έλληνες από τους Τούρκους, εφόσον κάνεις Τούρκος δεν θα μπορούσε να ασκεί το επάγγελμα δημοσίως.



Συγκελίδης

Οφίκιο του Πατριαρχείου. (συν+κελί) Σύμβουλος του επίσκοπου που έμενε μαζί του, στο ίδιο κελί. Πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του αλλά και της εύνοιας του. Ειναι λαθος η γραφή "Συγγελιδης"



Σαπρανίδης

Αν δεν προέρχεται από την Σαφράμπολη και το Σαφράν < Safran[Τουρκ 300] Ζαφορά , μπορεί να σημαίνει τον χολωμένο, πικραμένο, κιτρινιάρη, αρρωστιάρη από το [Τουρκ 300] safra=χολή



Τριντσάρης

Τριντσάρω = Κοβω το κρέας. Ο ασχολουμενος με την κοπή κρέατος. [Ρωμας Σ.1-σ.112]



Ψίμαρνος

Όψιμο - Αρνί - Είναι λάθος η γραφή "Ψήμαρνος" προερχεται απο παρετυμολογια απο το "ψήνω".



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου